σειρώ — (I) όω, Α [σειρά] κατασκευάζω ρούχο με παρυφή. (II) όω, Α βλ. σειρώνω. (III) όω, Α [Σείριος] σειρεῶ* … Dictionary of Greek
σειρώνω — σειρῶ, όω, ΝΑ στραγγίζω, σουρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σείριος (βλ. και λ. σουρώνω)] … Dictionary of Greek
σείρωσις — (I) ώσεως, ἡ, Α [σειρῶ (Ι)] δέσιμο με σχοινί. (II) ώσεως, ἡ, Α [σειρῶ (ΙΙ)] διήθηση, στράγγισμα … Dictionary of Greek
ασείρωτος — ἀσείρωτος, ον (Α) (για όχημα) αυτό το οποίο τραβούν δύο μόνο άλογα (ζύγιοι ίπποι) δεμένα στον ζυγό, χωρίς τα δύο βοηθητικά («σειραφόρους ίππους») που ήταν δεμένα με σχοινί ή λουρί στον ζυγό. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σειρωτός < σειρώ ( όω) <… … Dictionary of Greek
σίραιον — τὸ, Α βρασμένος μούστος από σταφύλια ή και από σύκα, το σημερινό πετιμέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η άποψη ότι η λ. συνδέεται με τον τ. σιρός μάλλον δεν ευσταθεί. Πιθανότερη φαίνεται η σύνδεσή της με το ρ. σειρῶ «στραγγίζω, αποξηραίνω» (βλ. λ. Σείριος)] … Dictionary of Greek
σειρωτός — ή, όν, Α [σειρῶ (Ι)] δεμένος με σχοινί … Dictionary of Greek
σιρωτής — ὁ, Α σουρωτήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σειρῶ, όω «σουρώνω, στραγγίζω» (< Σ[ε]ίριος)] … Dictionary of Greek
σουρώνω — Ν 1. στραγγίζω («σουρώνω τα μακαρόνια») 2. (σχετικά με ύφασμα) σχηματίζω πιέτες, πτυχώνω 3. (αμτβ.) ζαρώνω («σούρωσε το φόρεμα και θέλει σιδέρωμα») 4. μτφ. α) πίνω υπερβολικά, μεθοκοπώ β) εξασθενώ, αδυνατίζω 5. (η μτχ. παθ. παρακμ.) σουρωμένος, η … Dictionary of Greek